τράχων

τράχων
τρέχω
run
pres part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραχών — ῶνος, ὁ, Α τραχύ, ανώμαλο έδαφος, βραχώδης και ξερός τόπος («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. κοιτ ών), από όπου το τοπωνύμιο Τράχων] …   Dictionary of Greek

  • Τραχωνῖτιν — τραχών a rugged fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχωνῖτις — τραχών a rugged fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχωνίτης — ο, θηλ. Τραχωνῑτις ίτιδος, Α 1. ο κάτοικος τής Τραχωνίτιδος Χώρας 2. φρ. «Τραχωνῑτις Χώρα» χώρα τής Παλαιστίνης, ένας από τους έξι νομούς τής ανατολικής Ιορδανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Τράχων (βλ. λ. τραχών) + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Τσάκωνες — Ονομασία των κατοίκων της Τσακωνιάς (Πελοπόννησος). Με την ονομασία Τζέκονες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Z’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος, ως στρατιώτες, τους θεωρούσε καταλληλότερους στην επάνδρωση φρουρίων. Ήταν απόγονοι των… …   Dictionary of Greek

  • Τραχωνίτιδα — Τραχωνί̱τιδα , τραχών a rugged fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχωνίτιδι — Τραχωνί̱τιδι , τραχών a rugged fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχωνίτιδος — Τραχωνί̱τιδος , τραχών a rugged fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχῶνα — τρᾱχῶνα , τραχών a rugged masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχῶνας — τρᾱχῶνας , τραχών a rugged masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”